Ο Σαμιακός οίνος από το χθές έως το σήμερα
Η ιστορία του σαμιώτικου κρασιού ξεκινά από τις Αμαζόνες και τον Διόνυσο, τον θεό της ευφορίας, του αμπελιού και του κρασιού. Οι περήφανες Αμαζόνες έκαναν το λάθος να τον περιφρονήσουν και να καταφύγουν στην πευκόφυτη Σάμο. Ο Διόνυσος ζήτησε τη βοήθεια των Σαμίων για να τις νικήσει, κι αφού τα κατάφερε, χάρισε στους κατοίκους του ακριτικού νησιού το κλήμα που βγάζει το «μοσχάτο σταφύλι» με τις μικρές ρόγες και τους έμαθε πώς να το καλλιεργούν σε ορεινές κυρίως αναβαθμίδες και πεζούλες και να φτιάχνουν το περίφημο σαμιώτικο κρασί.
Καταγραφές για το Σαμιακό οίνο υπάρχουν από τα ομηρικά έπη, στον Ιπποκράτη, τον Γαληνό και τον Θεόφραστο ως και την ποίηση του Λόρδου Βύρωνα, αλλά και τις σύγχρονες καταγραφές σε βιβλία σύγχρονων ευρωπαίων λογοτεχνών όπως η Μαργκερίτ Γιουρσενάρ.
Στις αρχές του 17ου αι., ο Γάλλος περιηγητής Τουρνεφόρ καταγράφει στο ακριτικό νησί μια παραγωγή μοσχάτου κρασιού που φτάνει τα 3.000 βαρέλια, ενώ από το 19ο αι. τροφοδοτεί με επώνυμα κρασιά τις αγορές της Δύσης και της Ανατολής. Από τότε, η Καθολική Εκκλησία παραχωρεί στη Σάμο το προνόμιο της παρασκευής οίνου με πιστοποιητικό καθολικής αποστολής. Ο «εκκλησιαστικός οίνος» χρησιμοποιείται και από την Ορθόδοξη Εκκλησία για την παρασκευή της Θείας Ευχαριστίας.
Οι διαμορφωμένοι αμφιθεατρικά πατρογονικοί αμπελώνες, σε υψόμετρο έως και 900 μέτρων, καταδεικνύουν τη μακρά οινοπαραγωγική παράδοση του νησιού και εξασφαλίζουν στο μικρόρωγο μοσχάτο σταφύλι αργή και σταθερή ωρίμανση, μέχρι να αποκτήσει πολύ υψηλούς βαθμούς σακχάρων και να εμπλουτιστεί με τα αρώματα της πυκνόφυτης βλάστησης. Για όλους αυτούς τους λόγους, το σαμιώτικο κρασί διαθέτει μια από τις παλαιότερες κατοχυρώσεις ελεγχόμενης ονομασίας προέλευσης της Ευρώπης.