Κτίρια και οινοποιητικές εγκαταστάσεις
Σταφυλοδόχοι, πατητήρια, ταβέρνες και άλλα κτίρια
Κτίρια Συνεταιρισμών
Συνεταιρισμοί δημιουργήθηκαν σε όλα τα αμπελοοινικά χωριά της Σάμου με την ίδρυση της «Ενώσεως» το 1934. Για την στέγαση τους είτε αξιοποιήθηκαν υπάρχουσες κτιριακές υποδομές, είτε κτίστηκαν νέες εγκαταστάσεις που λειτουργούσαν κυρίως για γραμματειακή υποστήριξη, εκλογές αντιπροσώπων, παραλαβή σταφυλιών στις σταφυλοδόχους, επιδοτήσεις και πληρωμές προκαταβολής παραγωγού, κλπ. Τα κτίρια αυτά ήταν απλές κατασκευές ισόγειες ή διώροφες με μικρούς βοηθητικούς αποθηκευτικούς χώρους, τα περισσότερα ιδιοκτησίας της Ενώσεως. Μετά την άρση της αναγκαστικότητας (2016) δεν υπήρχε λόγος διατήρησης τους και είτε παραμένουν κλειστά, είτε έχουν αλλάξει χρήση με παραχώρηση σε εθελοντικά κλιμάκια ή συλλόγους, είτε με ενοικίασή τους σε ιδιώτες.
Τα αμπελοοινικά καλύβια
Τα «καλύβια» ήταν απλά ορθογώνια (επιμήκη ή τετραγωνισμένα σχεδόν) κτίσματα, κυρίως ισόγεια και μονόχωρα. Συνήθως επεκτείνονταν με βοηθητικά κτίσματα, για την αποθήκευση συγκομιδής και στέγαση των υποζυγίων. Πάνω από το βασικό ορθογώνιο, διαμορφωνόταν ξύλινο πατάρι που καταλάμβανε το μισό περίπου του χώρου και προσφερόταν για διανυκτέρευση των αμπελουργών. Η πρόσβαση γίνονταν από μια ξύλινη στενή σκάλα. Συχνά μέσα στο καλύβι υπήρχε και το πατητήρι, κτιστό ή ξύλινο.
Τα κτίσματα ήταν λασπόκτιστα, από ανάμικτες σχιστολιθικές, σκουρόχρωμες πέτρες (καφέ-καφεκίτρινες, γκρίζες (που επικρατούν στην περιοχή του Κοκκαρίου) αλλά και άσπρες.
Είχαν μικρά πορτοπαράθυρα και δίρριχτες στέγες. Κατά μαρτυρίες των ιδιοκτητών όσων έχουν απομείνει, τα περισσότερα σαμιώτικα «καλύβια» χτίστηκαν κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Κάποια μικρά ερειπωμένα καλύβια προδίδουν προγενέστερη ύπαρξη κτισμάτων που παραπέμπουν στον 18ο αιώνα. Η επικάλυψη κάποιων από τα καλύβια γινόταν με σχιστόπλακες που αφθονούν στην περιοχή και εξασφάλιζαν προστασία από τα καιρικά φαινόμενα.
Τα πατητήρια (ληνοί) & το πολύμνιο
Το πατητήρια στη Σάμο ήταν κυρίως οικογενειακά και χτίζονταν μέσα στα αμπελοτόπια. Από τον 19ο αιώνα, κατασκευάζονταν χειρωνακτικά με πέτρες της περιοχής και λάσπη, συνήθως στο ισόγειο των καλυβιών που χτίζονταν σε κάθε αμπελώνα της Σάμου. Πρόκειται για «δεξαμενές» όπου ρίχνονταν τα σταφύλια μετά τον τρύγο. Εκεί πιέζονταν από τα μέλη της οικογένειας και τους εργάτες με γυμνά πόδια, ώστε να συλλεγεί ο μούστος στο «πολύμνι» (το «υπολήνιο»).
Στην αρχαιότητα, το «πατώ σταφύλια σε πατητήρι» λεγόταν «ληνοβατώ» και οι πατητές «ληνοβάται». Από απεικονίσεις στην αγγειογραφία διαπιστώνεται ότι οι «ληνοβάται» διευκολύνονταν στο πάτημα των σταφυλιών με το να στηρίζονται σε ραβδί ή να κρατιούνται από σχοινί που κρεμόταν από πάνω τους.
Το πατητήρι ή ληνός είναι μία μόνιμη χτιστή ή φορητή ξύλινη δεξαμενή – στέρνα σοβαντισμένη με αμμοκονίαμα (έβαζαν τριμμένο κεραμίδι, άμμο και ασβέστη, έκαναν λάσπη και σοβάντιζαν εσωτερικά τις πλευρές και τον πάτο, για να είναι στεγανό το πατητήρι), η οποία χρησιμοποιείται για το πάτημα των σταφυλιών με γυμνά πόδια και την εξαγωγή του μούστου (γλεύκους). Το μόνιμο πατητήρι ήταν πέτρινο ή χτιστό και είχε σχήμα ορθογώνιο ή τετράγωνο. Κατασκευάζονταν εντός του δαπέδου, κυρίως σε ορθογώνιο ή τετράγωνο σχήμα, με ύψος περίπου ένα μέτρο. Είχαν επικλινή βάση και άνοιγμα ώστε να είναι εύκολη η εκροή του μούστου. Ο μούστος έτρεχε στο πολύμνιο, το οποίο έμοιαζε με μικρό πηγάδι σκαμμένο μέσα στη γη με επικάλυψη «πορσελάνης». Στη συνέχεια ο μούστος μεταφερόταν στα σπίτια με τα «δερμάτια».
Ο τρυγητός ξεκινούσε νωρίς το πρωί, με το πρώτο φως της μέρας. Πατούσαν τα σταφύλια το απόγευμα και πρωί πρωί μετέφεραν το μούστο, μέσα σε «δερμάτια» φορτωμένα σε υποζύγια που τα οδηγούσαν «αγωγιάτες», στις ταβέρνες. Όσοι δεν διέθεταν πατητήρια, εξυπηρετούνταν από γειτονικά ή συγγενικά.
Μετά την ίδρυση του Συνεταιρισμού το 1934, τα πατητήρια σταδιακά εγκαταλείφθηκαν. Σήμερα διατηρούνται ελάχιστα σε οικογενειακά «καλύβια», σε διάφορες τοποθεσίες. Έχουν εντοπιστεί στους Μανωλάτες, στους Βουρλιώτες και στην Άμπελο. Χρονολογούνται από την αρχαιότητα μέχρι τα σύγχρονα χρόνια και κάποια από αυτά είναι δίχωρα, με έναν χώρο για να πατιούνται τα σταφύλια και έναν άλλο, το υπολήνιο, με την αναγκαία κοιλότητα απορροής του μούστου.
Σε κάποιες περιπτώσεις κοντά σε πατητήρια έχουν εντοπιστεί αγροικίες, γεγονός που αρχαιολογικά και ανθρωπολογικά δείχνει ότι την περίοδο του τρύγου οι οικογένειες μετανάστευσαν στους αμπελώνες για να βρίσκονται κοντά στην παραγωγή του κρασιού.
Παραδοσιακές σταφυλοδόχοι στην Σάμο
Οι “Ταβέρνες” ήταν πέτρινες μεγάλες αποθήκες κρασιού που χτίστηκαν στον Κάμπο της Σάμου για την εξυπηρέτηση του οινεμπορίου της περιοχής. Εκεί οι αγρότες πουλούσαν τα προϊόντα τους σε εμπόρους και μεσίτες κατά τα χρόνια της τουρκικής Ηγεμονίας της Σάμου. Πρόκειται για πέτρινα και ογκώδη κτίρια, του 19ου κυρίως αιώνα, με ύψος περίπου 6 μέτρων και κεραμοσκεπές. Τα παράθυρα στα υψηλότερα σημεία των οικημάτων εξασφάλιζαν συνθήκες εξαερισμού των χώρων για την καλύτερη συντήρηση των οινικών προϊόντων.
Αλλαγή χρήσης στα κτίρια των συνεταιρισμών στη Σάμου
Στη Σάμο έως το 1934 η οινοποίηση και το εμπόριο του κρασιού γινόταν από εμπόρους, οι οποίο αγόραζαν τον μούστο από τους αμπελουργούς και το οινοποιούσαν στα οινοποιεία τους, τις λεγόμενες ταβέρνες, καθορίζοντας και τις τιμές. Επειδή όμως υπήρχε έντονο το φαινόμενο της εκμετάλλευσης των αμπελουργών, ιδρύθηκε η Ένωση Οινοποιητικών Συνεταιρισμών Σάμου (Ε.Ο.Σ.Σ.) με τον Αναγκαστικό νόμο 6085/1934, στην οποία οι αμπελουργοί παρέδιδαν υποχρεωτικά την παραγωγή τους. Στη συνέχεια ο Συνεταιρισμός οινοποιούσε και εμπορευόταν το κρασί των αμπελουργών της Σάμου στο οινοποιείο του για λογαριασμό τους, έναντι κάποιου ποσού.
Οι “Ταβέρνες”
Οι “Ταβέρνες” ήταν πέτρινες μεγάλες αποθήκες κρασιού που χτίστηκαν στον Κάμπο της Σάμου για την εξυπηρέτηση του οινεμπορίου της περιοχής. Εκεί οι αγρότες πουλούσαν τα προϊόντα τους σε εμπόρους και μεσίτες κατά τα χρόνια της τουρκικής Ηγεμονίας της Σάμου. Πρόκειται για πέτρινα και ογκώδη κτίρια, του 19ου κυρίως αιώνα, με ύψος περίπου 6 μέτρων και κεραμοσκεπές. Τα παράθυρα στα υψηλότερα σημεία των οικημάτων εξασφάλιζαν συνθήκες εξαερισμού των χώρων για την καλύτερη συντήρηση των οινικών προϊόντων.
Εγκατάλειψη σταφυλοδόχων
Στη Σάμο έως το 1934 η οινοποίηση και το εμπόριο του κρασιού γινόταν από εμπόρους, οι οποίο αγόραζαν τον μούστο από τους αμπελουργούς και το οινοποιούσαν στα οινοποιεία τους, τις λεγόμενες ταβέρνες, καθορίζοντας και τις τιμές. Επειδή όμως υπήρχε έντονο το φαινόμενο της εκμετάλλευσης των αμπελουργών, ιδρύθηκε η Ένωση Οινοποιητικών Συνεταιρισμών Σάμου (Ε.Ο.Σ.Σ.) με τον Αναγκαστικό νόμο 6085/1934, στην οποία οι αμπελουργοί παρέδιδαν υποχρεωτικά την παραγωγή τους. Στη συνέχεια ο Συνεταιρισμός οινοποιούσε και εμπορευόταν το κρασί των αμπελουργών της Σάμου στο οινοποιείο του για λογαριασμό τους, έναντι κάποιου ποσού.